- παραμορφωτικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή προκαλεί την παραμόρφωση: Η παραμορφωτική αρθρίτιδα προκαλεί ελάττωση της κινητικότητας των άκρων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.